- διδακτός
- -ή, -ό (Α διδακτός, -ή, -όν και -ός, -όν) [διδάσκω]νεοελλ.αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλίααρχ.1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτάόσα επιτρέπεται να διδαχθούν4. φρ. «διδακτὸς θεοῡ» — διδαγμένος από τον θεό.
Dictionary of Greek. 2013.